"Κάθε πρωί, όταν ο Στάθης τελειώνει τη δουλειά του κι' είναι έτοιμος να φύγει, κοντοστέκει για λίγο στην πόρτα του τυπογραφείου, τρίβει τα χέρια του, κουμπώνει ως το γιακά το παλτό του, σα να διστάζει να ξεκινήσει. Τον τρομάζουν οι έρημοι δρόμοι κι' αυτή η μισοδιάφανη σκοτεινιά της νύχτας στις τελευ..