Μούρη Φόνια, μούρη! φώναξε η χήρα Κανούζενα τρίτη φορά τη θυγατέρα της δίχως να κουνηθεί απ’ το στρώμα της κοντά στο τζάκι χάμου στο πάτωμα, που ήταν ξαπλωμένη. Μα εκείνη δεν άκουε, κι η μάνα ανασηκώθηκε αρχινώντας να πεισμώνει. “Μούρη Φόνια, μούρη!” φώναξε τώρα πιο δυνατά κι ανακάθισε στο στρώμα…10..