Φωνές, φωνές, φωνές. Ο κόσμος είναι γεμάτος φωνές. Εμείς όμως ακούμε μονάχα εκείνες που ξεχωρίζουν –εκείνων που μιλούν πιο δυνατά. Κι όμως, μερικές φορές, μέσα σ’ αυτό το βουητό, μου γαίνεται πως ξεχωρίζει μια μεγάλη σιωπή: η σιωπή όπου χάνεται η ύπαρξη των ανθρώπων που δεν έχουν δική τους φωνή. Είπα: θέλω να μάθω να τις ακούω αυτές τις φωνές δίχως ήχο, δίχως έκφραση. Θέλω να πλησιάσω αυτή τη σκοτεινή μουσική που ’ναι δίχως μορφή, που ’ναι γυμνή από δυνατούς ήχους. Έτσι περπατώντας πέρα από τα όρια του ηχηρού χώρου όπου ζω, συνάντησα γυναίκες φιμωμένες, γυναίκες που δεν τους δόθηκε ποτέ το δικαίωμα να μιλήσουν. Εδώ στο «Δυο γυναίκες για πέταμα», ο λόγος που έχει πνιγεί δίνεται στη γυναίκα εκείνη που ζει μέσα στα αστικά κέντρα, μέσα στην γκρίζα πόλη. Μιλούν δυο γυναίκες, που η πόλη περιπλέκει και εκμεταλλεύεται, σφάζοντάς τες με την αδιαφορία της, βάζοντάς τες με πάταγο στο περιθώριο, κλείνοντάς τες στο απομονωμένο πεπρωμένο τους, σ’ ένα πεπρωμένο παγίδα, ενώ η εξωτερική τους ζωή κυλάει αδιάφορα. Και η μια και η άλλη, και η νοικοκυρά και η πόρνη, κλεισμένες καθεμιά σ’ ένα γκέτο δίχως διέξοδο (που αποτελεί όμως τη ζωή τους), γίνονται τα αντιπροσωπευτικά άτομα του ίδιου τους του εαυτού (κι όλων των γυναικών που τις συνδέει μια κοινή μοίρα), παρ’ όλο που πρόκειται για γυναίκες υπαρκτές, συγκεκριμένες, που γνώρισα και που ακόμα και σήμερα πληρώνουν το τίμημα του ότι υπάρχουν.
116 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ