«Τώρα αντιλαμβάνεται ότι, όσο κι αν προσπαθεί να εξεγερθεί, η σκέψη της τον καταδιώκει κάθε χιλιοστομετρική στιγμή της μέρας... Και καταλαβαίνει ότι η υπόθεση είναι γελοία, χαζή και ολέθρια, ότι είναι η κλασική παγίδα στην οποία πέφτουν οι χωριάτες απ' την επαρχία, που οποιοσδήποτε θα τους περνούσε για ηλίθιους και γι' αυτό δεν έχουν να περιμένουν παρηγοριά, βοήθεια ή έλεος από κανέναν, η παρηγοριά και η βοήθεια μπορούν να έρθουν μόνο από εκείνη, αλλά εκείνη δεν νοιάζεται γι' αυτόν, όχι από κακία ή επειδή της αρέσει να τον κάνει να υποφέρει, μόνο που για κείνη αυτός δεν είναι παρά ένας τυχαίος πελάτης, εξάλλου πού να ξέρει η Λάιντε ότι ο Αντόνιο είναι ερωτευμένος; Δεν μπορεί καν να της περάσει απ' το μυαλό, ένας άντρας από ένα τόσο διαφορετικό περιβάλλον, ένας άντρας σχεδόν πενήντα χρονών.
Και οι άλλοι; Η μητέρα του, οι φίλοι; Αλίμονο αν ήξεραν. Κι όμως, ακόμα και στα πενήντα του μπορεί κανείς να είναι παιδί, αδύναμος, χαμένος και τρομαγμένος ακριβώς όπως το παιδί που χάθηκε στο σκοτεινό δάσος. Η ανησυχία, η δίψα, ο φόβο το σάστισμα, η ζήλια, η ανυπομονησία, η απελπισία. Ο έρωτας!»
349 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ