Πριν τελειώσει καλά-καλά το κουδούνι του ξυπνητηριού, ο Αλέξης πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έτρεξε στο ανοιχτό παράθυρο, άνοιξε τις γρίλιες, και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν κατακάθαρος. Το μαύρο βάθος του έπαιρνε μίαν άτολμη γαλάζια απόχρωση, τ' αστέρια έλαμπαν, το πολύ νάλεγες πως ήταν λιγότερο το χρυσάφι τους.
- "Ωραία, συλλογίστηκε. Θαυμάσιος ο καιρός. Θα πάμε".
Η προσκοπική ομάδα τους, που μέλη της ήταν πολλοί συμμαθητές του, είχε κανονίσει, αν ο καιρός ήταν ανεκτός, μιαν εκδρομή για την κορφή του Υμηττού. Θα πήγαιναν να ιδούν από κει την πρώτη ανατολή του 1960, να ιδούν τον ήλιο που θάβγαινε από το κοιμισμένο Αιγαίο για να φωτίσει -όπως έλεγαν στο Γυμνάσιο- την πρώτη μέρα της έβδομης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Ωραία ιδέα. Γιατί αυτό, όπως τόχαν όλοι αισθανθεί προχτές που το πρωτοκουβέντιασαν, δε θα ήταν μια εκδρομή σαν κάθε άλλη. Αυτή η εκδρομή, θαρρείς, είχε κάποιο άλλο νόημα, δειλό βέβαια και ακαθόριστο, αλλά πλατύ σαν την ανατολή του ήλιου, αποφασιστικό σαν αυτή τη δεκαετία που θάβλεπε το τέλος της εφηβικής τους ζωής, την αρχή της αντρικής ζωής τους.
374 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΕΣΤΙΑ 1968