Η Μαρία, ιδιαιτέρα του μεγαλοβιομήχανου Θεόδωρου Κόντη, είναι τριάντα τεσσάρων χρόνων όταν, εντελώς ξαφνικά, χάνει τη μητέρα της, ενώ κάνουν διακοπές σε ένα αιγιοπελαγίτικο νησί.
Αντί να πενθήσει, περιμένει ότι η ζωή της θα βρει επιτέλους το δρόμο της, σαν ένα ρεύμα που επιστρέφει στην κοίτη του ύστερα από μια μακροχρόνια εκτροπή.
"Πάντα κάτι θέλουν, κάτι περιμένουν από σένα, από την πρώτη μέρα", λέει για τους γονείς. "Στην αρχή να μην κλαις μέσα στη νύχτα όταν βγάζεις δόντια, μετά να διαβάζεις τα μαθήματά σου χωρίς να τους σκοτίζεις, αργότερα να μην παίρνεις αποβολές και να μην αργείς τα βράδια, ύστερα να τους φέρεις κι ένα πτυχίο για το κάδρο στον τοίχο και να βρεις μια δουλειά της προκοπής, καθώς επίσης και να διαλέξεις ένα καλό ταίρι και να τους κάνεις εγγόνια. Δεν παύουν ποτέ να ζητάνε. Κι εσύ τα κάνεις όλα όπως θέλουν, για να φτάσεις στο τέρμα, όπου θα έχεις τα δικά σου παιδιά για να τους πιεις το αίμα".
Πώς μπορεί μια κόρη που μιλάει και σκέφτεται έτσι να εκπληρώσει τελικά τα όνειρα της μητέρας της, ιδίως όταν σε όλη της τη ζωή προσπαθεί για το αντίθετο;
Και ο δρόμος αυτός την οδηγεί στο απόγειο της δόξας για τις απανταχού ιδιαιτέρες ή σε μιαν αναπόδραστη επιστροφή στο οικογενειακό της παρελθόν;
424 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΚΕΔΡΟΣ