"Τα πράγματα αντί να εξομαλυνθούν πήγαν προς το χειρότερο. Με το που πλησίαζε το κρεβάτι από καρυδιά έβλεπε το σώμα της Μαργκερίτ νά τσιτώνεται, τα μάτια της να σκληραίνουν, να εκφράζουν μίσος σχεδόν. [...] Ζούσε στον δικό της κόσμο, έναν κόσμο αόρατο, που τον χρωμάτιζε όπως ήθελε εκείνη. Και να που έπρεπε να υποστεί έναν άντρα, πέρα για πέρα αληθινό, θορυβώδη, με βαριά περπατησιά, που κάπνιζε άσχημα πούρα και ανέδιδε οσμή ζωώδη.
Και το αποκορύφωμα, είχε εισαγάγει σ’ έναν χώρο τόσο επιμελώς προστατευμένο ένα ζώο που γλιστρούσε κατά μήκος των επίπλων, όπως ένα αγρίμι τρίβεται στα κάγκελα του κλουβιού, που κάρφωνε το βλέμμα του επάνω της, και που δεν δεχόταν κανένα χάδι παρά μόνο από τον κύριό του, τον θεό του."
Ο Εμίλ πρόσφατα χήρεψε, η Μαργκερίτ μόλις έχασε τον σύζυγό της. Και οι δύο αναζητούν απελπισμένα λίγη συντροφιά κι αποφασίζουν να παντρευτούν. Μετά από οκτώ χρόνια συμβίωσης, η ανάγκη για συντροφιά έχει μεταμορφωθεί σε λυσσαλέο μίσος - το μόνο αίσθημα που συμμερίζονται. Η εχθρότητα κορυφώνεται, κι ο Σιμενόν ανατέμνει τους λόγους που τους έκαναν να ενώσουν τις τύχες τους και οδήγησαν στον αφανισμό τους.
226 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΓΡΑ