Παρασκευή 7 Νοεμβρίου. Το Κονκαρνώ είναι έρημο. Το φωτεινό ρολόι της παλιάς πόλης που διακρίνεται πάνω από τα τείχη, δείχνει έντεκα παρά πέντε. Στο Και ντε λ' Αιγκιγιόν είναι κλειστά. Μονάχα τα τρία παράθυρα του καφενείου του ξενοδοχείου Αμιράλ, στη γωνία της πλατείας με την προκυμαία, είναι φωτισμένα. (. . .) Κανείς δεν ήξερε από πού εμφανίστηκε ο σκύλος, αυτό το τρομακτικό ζώο με το βρόμικο κίτρινο τρίχωμα. Το Κονκαρνώ ζει στη σκιά του φόβου. Στο καφενείο του Αμιράλ, ο Μαιγκρέ καπνίζει την πίπα του, περιμένει, συλλέγει πληροφορίες, στήνει παγίδες. Ζυγίζει με τον δικό του τρόπο τις ψυχές των ισχυρών και των μεγαλοαστών, κι εκείνες των ταπεινών και των αλητών. Ο Μαιγκρέ κοίταξε τον βοηθό του και ξεφύσηξε τον καπνό της πίπας. «Είστε τυχερός, φίλε μου! Κυρίως όσον αφορά την υπόθεση αυτή, όπου η μέθοδός μου ήταν ακριβώς το να μην έχω μέθοδο. . . Αν θέλετε μια καλή συμβουλή, αν υπολογίζετε στην προαγωγή σας, μην πάρετε κυρίως εμένα σαν παράδειγμα, μην προσπαθήσετε ν' αντλήσετε θεωρίες απ' αυτά που με βλέπετε να κάνω. . .». «Όμως. . . διαπιστώνω ότι τώρα φτάνετε στα τεκμήρια, μετά από. . .», «Ακριβώς, μετά! Μετά απ' όλα! Με άλλα λόγια ξεκίνησα την έρευνα ανάποδα, πράγμα που δεν θα με εμποδίσει ίσως να ξεκινήσω την επόμενη από τη σωστή πλευρά. . . Θέμα ατμόσφαιρας. . . Θέμα προσώπων. . . Όταν έφτασα εδώ, έπεσα πάνω σ' ένα πρόσωπο που με γοήτευσε και δεν το άφησα ούτε στιγμή. . .»
224 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΓΡΑ