Είκοσι έξι διηγήματα που εκπτερώθηκαν την τελευταία τριετία. Ιστορίες αντλημένες από τις διαρκείς ένδον και έξω περιπολίες. Περιπέτειες εμπνευσμένες από τη γενέθλια πόλη και από άλλους τόπους, ελληνικούς, μεταπλασμένες κατά βούληση στο δικό τους, πια, αυτόνομο επέκεινα. Νομίσματα της βρύσης. Εκφωλεύσεις πτηνών. Καταστάσεις της δικής μου ζωής, φίλων, γνωστών και αγνώστων, άλλες που τράφηκαν στις όχθες της φαντασίας ή συμπληρώθηκαν απ' αυτήν κι άλλες που τις ακεραίωσε η ίδια, η σχεδόν υπαρκτή πραγματικότητα. Καημός μες στην καρδούλα μου. Μια προσπάθεια να ορίσω το "ψιλοβρέχει". Σκοτεινός λυρισμός αλλά και ευθυμία και τρέλα και το αναπάντεχο που καραδοκεί πίσω απ' τους θάμνους ως Βιετκόνγκ. Το απίστευτο που είναι πιο οικείο απ' το καθημερινό - έτσι συμβαίνει πάντα, άλλωστε. Θραύσματα από τη σύγχρονη παράνοια αλλά και από την παιδική και την εφηβική ηλικία, σκηνές και άνθρωποι που δεν πέθαναν ποτέ γιατί σημάδεψαν τα πράγματα με πράξεις μοναδικές, κι επανέρχονται - σαν λαγοί που πετάγονται απ' τη δεκαετία του '60, ξαφνικά, τώρα, μπροστά στα φανάρια μου τη νύχτα. Και κοκαλώνω εγώ αντί γι' αυτούς. Ξαναφτιάχνω ένα Καραμπουρνάκι χωρίς αθωότητα, με την ελπίδα τώρα, λέω, να φαίνεται πιο αθώο και λαμπερό, λόγω της αδαμαντίνης των λέξεων. Ίσως. Αδικολυμαίνομαι το τώρα και τη μνήμη, που είναι, έτσι κι αλλιώς, αναξιόπιστο όργανο. Συμβαίνει: έρχονται τα αύρια να διώξουν τα σήμερα. Στην ουσία πρόκειται για την αγωνία να πάμε σ' έναν βαθύτερο οίστρο. Σε νέες παθήσεις φωνηέντων. Τι μεσολάβησε; Πώς θ' αντέξουμε; Δεν ξέρω. Είκοσι έξι νέα διηγήματα. Ίσως θέλοντας, κατά βάση, να πετάξω δροσερά καρπούζια στον Κάτω Κόσμο.