Η Τζένη χίμηξε πίσω της. Μπροστά στη συντριμμένη πόρτα φώναξε : -Γιαγιά! πρόσεξε! Μόνο πέτα στο νερό, γιαγιά και μετά έλα...
Αλλά η φωνή έσβησε μέσα στο λαρύγγι της, γιατί αμέσως έγινε φανερό πως η γιαγιά δε σκεφτόταν να γυρίσει πίσω. Τραβούσε μπροστά, χωρίς να λογαριάζει τον άνεμο, έξω, προς τον πλημμυρισμένο κάβο και δεν έδειχνε σημάδια πως θα έριχνε το ξύλινο κεφάλι. Τα μαλλιά της λύθηκαν από τις φουρκέτες τους και τα χτενάκια και ανέμιζαν στα πλάγια.
-Γιαγιά! στρίγγλισε η Τζένη. Γιαγιά! Μη! Έλα πίσω!
Μα η γιαγιά δεν μπορούσε να την είχε ακούσει, γιατί ο αέρας σφύριζε δυνατότερα και τα κύματα έσπαγαν στα γόνατά της. Κλονίστηκε, τα χέρια της άνοιξαν και το κεφάλι, αφημένο πια, έπεσε ελεύθερο. Και καθώς έπεφτε, η θάλασσα υψώθηκε και το κατάπιε. Εκείνη στάθηκε. Μετά βρήκε ξανά την ισορροπία της και συνέχισε να παλεύει πιο κοντά στην άκρη του βράχου. Η Τζένη, μισολιπόθυμη, όρμησε έξω από την πόρτα. Γιαγιά! φώναξε. Περίμενε!
Τότε ήρθε το θαύμα! Ένα χέρι άρπαξε τον ώμο της από πίσω, μια φωνή ήρθε μέσα από τον άνεμο: Τζένη! Τραβήξου πίσω!
Τη σήκωσε και την άφησε πίσω, μέσα στην είσοδο, κι ύστερα χίμηξε έξω στον αέρα και στο νερό και πρόλαβε τη γιαγιά την ύστατη στιγμή, εκείνη έγερνε κι έπεφτε στη θάλασσα...
154 σελίδες
ΑΝΩ ΤΩΝ 12 ΕΤΩΝ
ΚΑΛΕΝΤΗΣ