Μια νύχτα είδα ένα όνειρο: Ήμουν σκυμμένος απάνω σ’ ένα σωρό χαρτιά κι έγραφα, έγραφα, έγραφα…
Αγκομαχούσα σα ν’ ανέβαινα βουνό? μαχόμουνα να σώσω, να σωθώ, πάλευα με τις λέξες, πολεμούσα να τις δαμάσω, τις ένιωθα ν’ αντιπηδούν γύρα μου άγριες, ν’ αντιστέκουνται σα φοράδες.
Ξάφνου, σκυμμένος ως ήμουν, ένιωσα, στο κλειδί του κεφαλιού μου, μια ματιά να με διαπερνάει.
Σήκωσα τρομαγμένος τα μάτια κι είδα: Μπροστά μου ένας νάνος, με μαύρα γένια ίσαμε τη γης, στεκόταν, κουνούσε αργά, με περιφρόνηση, το βαρύ κεφάλι και με κοίταζε. Τρομαγμένος έσκυψα πάλε το σβέρκο στο ζυγό και ξακολούθησα να γράφω. Μα η ματιά διατρυπούσε πάντα, ανήλεη, το κορφοκέφαλό μου.
Ξανασήκωσα τα μάτια σιγά, με τρόμο, κι είδα το νάνο να κουνάει πάντα το κεφάλι με θλίψη και περιφρόνηση.
Κι άξαφνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αηδία ανέβηκε στο σπλάχνο μου, αγανάχτηση για τα χαρτιά τούτα, τα βιβλία και τα μελάνια όπου χάνουμουν, για τον αγώνα μου τον ανόσιο να κλείσω μέσα σε καλούπια ωραιότητας την ψυχή μου.
330 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΣΚΛΗΡΟΔΕΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΑΘΗΝΑ 1965