Συλλογίζουμαι το πόσο μεγάλωσα. Με καθαρή σκέψη και απλότητα το συλλογίζουμαι. Έτσι όπως το καθετί που μου έρχεται στο νου τούτο τον καιρό, με ίσιες γραμμές, δίχως ξέφτια και παρακλάδια. Μια λύπη χωρίς κυματισμό στη χαρά ή στο άγχος με βάρυνε για λίγο. Έπειτα έφυγε και αυτό, κι έμεινε μέσα μου κάτι άχρωμο. Ίσως αργότερα να ερχόταν πάλι με την ίδια σκέψη: Μεγάλωσα τόσο πολύ! Έφτασα τούτο το σημάδι, που κάποτε μου φαινόταν απλησίαστο και μακρινό, είμαι τριανταπέντε χρόνων!
Το ξανασκέφτηκα όταν είδα την Αλίκη να μπαίνει στο γραφείο, έτσι ψηλή, λυγερή και τόσο νέα, τόσο νέα! Δεν τη γνώρισα βέβαια. Μια στιγμή που σήκωσα τα μάτια μου, με χτύπησε η φρεσκάδα, η δροσιά, σαν κάτι ξένο από αυτήν, που την ακολουθούσε. Έπειτα στάθηκα στα καθημερινά, στα παπούτσια, στη φόρμα του τακουνιού... Τα δικά μου είναι προπέρσινα, είπα μέσα μου, τώρα τα τακούνια είναι λεπτά, στρογγυλά και λεπτά, τόσο που να απορείς πώς στέκονται και περπατάνε σε τέτοια τακούνια. Πρέπει να πάρω ένα ζευγάρι γόβες, μαύρες γόβες. Δε βαριέσαι, περνάω κι εφέτος. Αυτά. Τα ευλογημένα τα καθημερινά!
219 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΕΣΤΙΑ