Οι αφορισμοί αυτού του τόμου, αλιευμένοι από τα Τετράδια του 1917 και 1918 (το πρώτο μέρος) και από εκείνα του 1920 («Αυτός»), αποτελούν γόνιμα θραύσματα αυτής της εναγώνιας προσπάθειας να λεχθεί το άλεκτο, να γίνει ρητό το άρρητο, να προσεγγιστεί (με νύξεις, έστω και με σπασμούς λόγου) το απροσπέλαστο. Ο Κάφκα ακροβατεί εδώ, ανακαλύπτει περάσματα, λυτρωτικές διόδους μέσα από έννοιες και πραγματικότητες ζοφερές. Πρόκειται για μια πείσμονα απόπειρα χαρτογράφησης του χάους, για μια ακύρωση του παραλόγου «με τα ίδια του τα μέσα». Επάγγελμα του Κάφκα ήταν η αγωνία. Μια αγωνία διαρκώς παρούσα, εξουθενωτική, δεσπόζουσα. Οι «Αφορισμοί», όπως και οι σελίδες όλων των έργων του, σημαδεύονται έντονα από τα ίχνη αυτής της αγωνίας. Το Αδιανόητο υπήρξε το υλικό του Κάφκα, με το οποίο καταπιάστηκε κατά τη διάρκεια των άγρυπνων νυχτών του, και το οποίο πάσχισε να εκφράσει με μια γλώσσα ψυχρή, απόλυτα οργανωμένη, λιτή, αιχμηρά υπολογισμένη.