Όταν ο Μπέρναρ Σω ρωτήθηκε για το "De Profundis", το τελευταίο αυτό έργο του Όσκαρ Γουάιλντ, απάντησε με την ειρωνεία που τον διέκρινε: "Μια ακίνδυνη ρουκέτα, που όλοι την έπαιρναν για τορπίλη".
Ο τρομερός γέρος δε θέλησε να δει πέρα απ' τις γραμμές, να συλλάβει τον ανελέητο πόνο που κρυβόταν σ' αυτές τις σελίδες. Αλλά το "De Profundis" ήταν και είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή ερωτικής εξομολόγησης (αδιάφορο αν απευθύνεται σε μια γυναίκα ή σ' έναν ανάξιο φίλο), η σπαρακτική κραυγή ενός μετανοημένου για τις λίγες στιγμές μιας απίθανης ευτυχίας.
«Μονάχα η Φύση, που οι απαλές της βροχές πέφτουν "επί δικαίων και αδίκων", θα μου προσφέρει την αγκαλιά των βράχων της να κρύψω το πρόσωπό μου και θα μ' αφήσει στις κρυφές κοιλάδες της, στη σιωπή τους, να κλάψω χωρίς οι άνθρωποι να μ' ενοχλούν. Και θα στολίσει μ' αστέρια τη νύχτα, για να μπορώ να περπατάω στα σκοτεινά χωρίς να σκοντάφτω, θα στείλει τους ανέμους να σκορπίσουν τ' αχνάρια των ποδιών μου, για να μην με φτάσουν οι άνθρωποι, και θα με αποκαθάρει στα πλατιά της νερά και θα με γιάνει με τα μυστικά της βότανα», έγραφε στον Άλφρεντ Ντάγκλας απ' τη φυλακή του.
Στις σελίδες του κύκνειου αυτού έργου του Όσκαρ Γουάιλντ, βρίσκουμε ίσως το κλειδί να εξηγήσουμε τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής πτώσης του. Και το κλειδί αυτό είναι μια περιπαθής αφοσίωση στην Τέχνη ενός πιστού, που ήταν φιλάργυρος στους ήχους και τις συλλαβές, όσο και ο Μίδας για το χρυσάφι...
Ενός σταυροφόρου της πιο τέλειας μορφής, της πιο ασύλληπτης φραστικής απόχρωσης, ενός αναζητητή της αρμονίας και του μέτρου, που τον "περίμεναν πάντα δάκρυα μέσα στα πέταλα ενός ρόδου" και που ήθελε να του μιλούν γι' αυτόν τον κόσμο των σκιών, που τόσο αγάπησε, για τη ζωή, για την ψυχή, για τη θλίψη και την ομορφιά της...
Το περιεχόμενο του βιβλίου -ογδόντα πυκνογραμμένες χειρόγραφες σελίδες- συγκεντρώθηκε μέρα με τη μέρα. Γιατί η διεύθυνση των Φυλακών του Ρήντινγκ έδινε στον Όσκαρ Γουάιλντ μονάχα μια σφραγισμένη κόλλα χαρτί την ημέρα και ήταν υποχρεωμένος να την παραδίδει για να πάρει άλλη.
Έτσι, αυτό το βιβλίο-επιστολή φυλάχτηκε απ' τον ταγματάρχη Νέλσον, διευθυντή των Φυλακών, και στις 19 Μαΐου 1897, όταν έληξε η ποινή του ποιητή, του παραδόθηκε, χωρίς ποτέ να φτάσει στα χέρια του αποδέκτη του. Την ίδια μέρα ο Όσκαρ Γουάιλντ έφυγε για τη Γαλλία και στη Διέπη εμπιστεύτηκε το "De Profundis" στο φίλο του Ρόμπερτ Ρος, χωρίς ν' ασχοληθεί πια μ' αυτό.
208 ΣΕΛΙΔΕΣ
Ο ΚΕΡΑΜΕΥΣ