Να ένα βιβλίο γυμνό, καθαρό από συναισθηματισμούς, αληθινό ως τις σκληρότητες- αφού πρέπει αναγκαστικά να πέφτουμε πάντα πάνω στη σκληρότητα και στην ανοησία- που προσφέρεται σαν ένα ωραίο ανάθημα στη συγκίνηση μας με γοητευτικά χρώματα και αρχοντιά μέσα στον καημό του. Μια τομή ζωής χωρίς νατουραλισμό, στο συγκεχυμένο κλάμα πολύ γλυκών ξεσπασμάτων γέλιου.
Θα προσέθετα, χωρίς με αυτό να θέλω να μειώσω την αξία της Κλώντ ντε Λέςς, ότι δεν με εκπλήσσει, αυτή η τόσο ευτυχής έκφραση έχει υπαγορευθεί, την Τελευταία ημέρα του Ιουλίου είναι η Άνν που την έχει υπαγορεύσει και διαβάζουμε αυτό το βιβλίο σαν έναν ερωτικό διάλογο που συνεχίζεται πέρα από το θάνατο, σαν μια σπαρακτική ευχαριστία προς το εύθραυστο πλάσμα που μέσα στην αδυναμία του, μπόρεσε να διδάξει στη μητέρα του όλα τα πράγματα της ζωής.
Αυτοί που γνώρισαν την Άνν, την τόσο ωραία και την τόσο σεμνή, την πληγωμμένη από τα πιο τρυφερά χρόνια της να αντιμετωπίζει μια ζωή δίχως αύριο με ένα ήρεμο θάρρος που πολλοί λίγοι μεγάλοι θα ήταν άξιοι να έχουν, θα αναγνωρίσουνε τη φωνή της. Εκείνοι που δεν την γνώρισαν θα την ακούσουν, εξωφρενικά ζωντανή. Θα δούνε να ξαναζεί ένα σοβαρό και μετρημένο μικρό κοριτσάκι που δεν παύει για αυτό να είναι ένα παιδί, να παίζει, να περιμένει τη μητέρα του να γυρίσει, ένα νέο κορίτσι που δέχεται με μια μελαγχολική απάρνηση να μη συμμετέχει στη ζωή των μεγαλύτερων αδελφών της. Και επίσης - γιατί μητέρα και κόρη ήταν από την ίδια σάρκα- θα ανακαλύψουν πόσο, πέρα από κάθε λογική, είναι η απόγνωση εύθραυστη και στέρεη η ελπίδα.
207 σελίδες.