"Η οικογένειά μας ήταν: η μητέρα μου, ο πατέρας μου, οι πέντε αδελφές και τα τέσσερα αδέλφια μου, ένας θείος, μια θεία Αρμένισσα -μάλλον και αυτή κουβαλούσε τη δική της ιστορία- και η κόρη τους που παντρεύτηκε και μετακόμισε μακριά πολύ μικρή. Μετά από εμάς τίποτα.
Ζούσαμε στην Νέα Υόρκη, στην Ουέστ Εκατοστή Δεύτερη Οδό, αλλά τότε ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα. Στη δεκαετία του '40 και του '50, ο δρόμος έμοιαζε με σκηνικό από το Ουέστ Σάιντ Στόρι. Εμείς ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα πέντε δωματίων που ήταν χτισμένα σαν τα βαγόνια ενός τρένου - κάθε δωμάτιο επικοινωνούσε με το επόμενο. [...]
Μεγαλώσαμε ανάμεσα σε Ιρλανδούς κυρίως, αν και υπήρχαν και άλλες φυλές και εθνικότητες στις γύρω γειτονιές και στα σχολεία μας. Η καταγωγή μας, όμως, ήταν ένα μυστήριο για εμάς τα παιδιά. Είχαμε έρθει από δύο χαμένους πολιτισμούς. Και οι δύο γονείς μου ήταν από την Τουρκία και οι λαοί τους είχαν ζήσει εκεί για χιλιάδες χρόνια, αλλά δεν ήταν Τούρκοι. Κανένας δε γνώριζε, ούτε καν είχε ακούσει για το λαό της μητέρας μου -τους Έλληνες Πόντιους της Μικράς Ασίας. Όσο για το λαό του πατέρα μου, τους Ασσύριους, γι' αυτούς πίστευαν ότι είχαν ζήσει μόνο στους αρχαίους χρόνους και δεν υπήρχαν πια. Ως παιδί, δεν ανέφερα ποτέ την καταγωγή της μητέρας μου, ενώ τις λίγες φορές που επιχείρησα να απαντήσω στις ερωτήσεις για την καταγωγή του πατέρα μου, με διόρθωναν με μεγάλη επισημότητα.
«Όχι, γλυκιά μου. Εννοείς ότι είσαι Σύρια. Οι Ασσύριοι είναι αρχαίος λαός. Δεν υπάρχουν πια». Ακόμα και οι δάσκαλοί μου αυτό μου έλεγαν". [. . .]
Η Thea Halo αφηγείται την αλησμόνητη ιστορία της μητέρας της, Σάνο. Στην ηλικία των 10 μόλις ετών η Σάνο επιβίωσε από την πορεία θανάτου που αφάνισε την οικογένειά της. Εβδομήντα χρόνια μετά τον εκπατρισμό της η Σάνο και η κόρη της Thea επιστρέφουν στην Τουρκία σε μια προσπάθεια αναζήτησης του χωριού και του πατρικού της. Στο βιβλίο, η Σάνο, μια ελληνίδα Πόντια που γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, αναπολεί την παραδοσιακή αγροτική ζωή της στα βουνά του Πόντου.
Πόντος 1919. Η φοβερή συνειδητοποίηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά έφτασε σιγά -σιγά στο χωριό της Σάνο. Άγνωστοι άρχισαν να περιφέρονται και να διανυκτερεύουν στα χωράφια και στα δάση της περιοχής. Παραμόνευαν από απόσταση σαν αρπακτικά. Τούρκοι στρατιώτες έκαναν επιδρομές και οδηγούσαν τους άντρες στα άθλια στρατόπεδα εργασίας. Οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και την πείνα. Αργότερα, την άνοιξη του 1920, οι Τούρκοι στρατιώτες ξαναγύρισαν και διέταξαν τους κατοίκους να υπακούσουν τις εντολές του Στρατηγού Κεμάλ Ατατούρκ: «Πρέπει να φύγετε απ' αυτόν τον τόπο. Μαζί σας θα πάρετε ό,τι μπορείτε να σηκώσετε...». Στις πορείες θανάτου που ακολούθησαν, τα θύματα πέθαιναν εκεί όπου έπεφταν, με τα αρπακτικά να παραμονεύουν. Έτσι έφτασε στο τέλος της η τρισχιλιόχρονη ιστορία του ποντιακού ελληνισμού στην Τουρκία. Έχοντας χάσει ό,τι αγαπούσε στη ζωή της, ακόμη και το όνομά της, η Σάνο δόθηκε με προξενιό σ' έναν άντρα που την πήρε μαζί του στην Αμερική στην ηλικία των 15 ετών. Ο άντρας της είχε τα τριπλάσια χρόνια της. Η αφήγηση παρακολουθεί την πορεία του γάμου της, την ανατροφή των 10 παιδιών της και τη μεταμόρφωσή της από μια αθώα παιδούλα, που ζούσε μια παραδοσιακή ζωή σε έναν απομακρυσμένο τόπο, σε μια στοργική μητέρα και αποφασιστική γυναίκα στη Νέα Υόρκη του 20ού αιώνα.
Η Τουρκία αποσιωπά συνειδητά τις σφαγές σχεδόν 3.000.000 ανθρώπων που ανήκαν στις χριστιανικές μειονότητες των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων, καθώς και τους μαζικούς εκτοπισμούς εκατομμυρίων άλλων. Το βιβλίο αυτό είναι μια σπάνια προσωπική μαρτυρία των τρομερών συμβάντων εκείνης της γενοκτονίας. Η αφήγηση αποτελεί μια αυθεντική κατάθεση ψυχής, γραμμένη αριστουργηματικά, ενώ η πλοκή εξελίσσεται μέσα από τις προσωπικές αναμνήσεις και τις αγωνίες ενός δράματος.
491 ΣΕΛΙΔΕΣ
Δ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ