Λίγο πριν από το θάνατο της μητέρας του μάζευε με τους φίλους του κόκαλα, κουρέλια, καρφιά, και τα πουλούσε. Ακόμα έκλεβε από τις μάντρες σανίδια και ξύλα για τη φωτιά, όπως λέει τελειώνοντας τα Παιδικά Χρόνια του. Το φθινόπωρο του 1975, λίγες μέρες ύστερα από το θάνατο της μητέρας του, βάζουν το δεκάχρονο Αλιόσα να δουλέψει στο μαγαζί κάποιου έμπορα στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ: "Βγήκα στην κοινωνία - δουλεύω "μικρός" στο μαγαζί "υποδήματα μόδας" στον κεντρικό δρόμο της πολιτείας". Έτσι αρχίζει τη ζωή του ο Γκόρκη στα Ξένα Χέρια. Βγήκε στον "κόσμο" με μοναδικό του όπλο τα αδύναμα παιδικά του χέρια, λίγα κολλυβογράμματα που είχε μάθει να γράφει και να διαβάσει, το ένστικτο του και την ακατάβλητη πηγαία ανθρωπιά του. Με αυτά τα εφόδια αντιμετωπίσει τη σκληρή και απάνθρωπη κοινωνία της Τσαρικής Ρωσίας. Στα χρόνια που ακολουθούν εξασκεί διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε φαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης σε χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος, αλλά πάντα μ' ένα βιβλίο στην τσέπη, γυρνάει όλη τη Ρωσία, με την κρυφή ελπίδα ότι θα καταφέρει κάποτε να σπουδάσει. Έτσι γνωρίζει τους ανθρώπους, τις αρετές τους και τα ελαττώματά τους, τα όνειρά τους και τη δυστυχία τους και αυτό γίνεται η ζωή του, που είναι η ζωή του ρωσικού λαού στην εποχή του, το ανεξάντλητο πανεπιστήμιο του. "Ο Γκόρκη", γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, "είναι κοινό δημιούργημα της ζωής και του βιβλίου. Από μικρό παιδί έψαχνε σε όλη σχεδόν τη Ρωσία να βρει το δικό του δρόμο και το σπουδαιότερο που βρήκε ήταν η λύτρωση από το φόβο". Βρήκε επίσης τη συμπόνια για τους ανθρώπους, ένα αίσθημα που γέμιζε τον ίδιο και διαποτίζει όλο το έργο του.