Ο Τζον Κόνσταμπλ γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου του 1776 στο Ιστ Μπέργκχολτ, ένα χωριό του Σάφοκ, βορειοανατολικά του Λονδίνου. Η μητέρα του, Αν Γουότς, ήταν κόρη βαρελοποιού. Ο πατέρας του, Γκόλντινγκ Κόνσταμπλ, ήταν ευκατάστατος μυλωνάς, ιδιοκτήτης μεταξύ άλλων δύο υδρόμυλων στο Φλάτφορντ και στο Ντένταμ, κατά μήκος του ποταμού Στάουρ. Ο καλλιτέχνης ήταν το τέταρτο από έξι παιδιά: η Αν είχε γεννηθεί το 1768, η Μάρθα το 1769, ο Γκόλντινγκ ο νεότερος το 1774, η Μαίρη το 1781 και ο Αβραάμ το 1783. Η οικογένεια Κόνσταμπλ κατοικούσε σ' ένα σπίτι κοντά στον μύλο του Φλάτφορντ και μετά το 1774 μετακόμισε σε μια μεγαλύτερη κατοικία στο κέντρο του Ιστ Μπέργκχολτ. Μόλις τελείωσε το δημοτικό, ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει να τον διαδεχθεί στη δουλειά του, αλλά ο νεαρός Τζον εκδήλωσε το πάθος του για τη ζωγραφική στην οποία τον είχε εισαγάγει ο Τζον Ντάνθορν, υδραυλικός στην περιοχή και ερασιτέχνης ζωγράφος. Το 1795 τον παρουσίασαν στον σερ Τζορτζ Μπόμοντ, συλλέκτη και ειδήμονα της τέχνης, και στον Τζον Φίσερ, επίσκοπο του Σόλσμπερι. Το επόμενο έτος έμεινε με την οικογένεια του στο Έντμοντον. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Τζον Τόμας Σμιθ, τον Τζον Κράνατς και άλλες προσωπικότητες του τοπικού καλλιτεχνικού κόσμου, που τον επηρέασαν υποδεικνύοντάς του να διαβάσει κριτικά κείμενα για την τέχνη, βοηθώντας τον να γνωρίσει και να εκτιμήσει τους καλλιτέχνες της εποχής και παραδίδοντάς του μαθήματα τεχνικής της ζωγραφικής, και ειδικότερα σχεδίου με μολύβι και με ακουαρέλα.