ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΑΦΕΔΡΩΝΙΑ του Γιώργου Γιάνναρη
Έχοντας εμπλακεί με το κακό, μας άρπαξε ο άνεμος
με τις μεγάλες του φτερούγες, μας σήκωσε ψηλά,
μετέωρα αβαρή, μας τριγύριζαν γύπες γαμψόνυχοι,
γιατί είχαμε, λέει, παραβιάσει το ζωτικό τους χώρο.
Γελούσαμε καθώς είχαμε γίνει, όπως λέγαν, απελεύθεροι.
Οι γύπες μας τριγύριζαν απειλητικά,
γυρεύοντας από κάπου να μας πιάσουν
δεν εύρισκαν λαβή. Ο άνεμος μας κρατούσε στο ύψος μας,
καλύπτοντας τη σκοτεινή, αθέατη πλευρά μας.
Οι γύπες επιχειρούσαν να επιτεθούν στα σπλάχνα μας.
Ελάχιστοι από μας συγκρατούσανε ένα αίσθημα βουβό.
Η μια πλευρά μας φωτιζόμενη, η άλλη σκοτεινή κι αθέατη,
σεληνιασμένοι καθώς ήμασταν,
δεν είχαμε διαθέσιμα να τους ταΐσουμε σπλάχνα,
είχαμε θρέψει μ' αυτά πάμπολλα έπη.
Γελούσαμε περιπαικτικά.
Οι γύπες κροτάλιζαν απειλητικά τα ράμφη τους.
(Η εγκληματική απειλή, ασύδοτη,
παύει μόνο αν της φορέσουν χειροπέδες). [...]