Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) είναι σε εξέλιξη. Ένα πρωί, ο λοχαγός Αρμάν δίνει μέσα από τα χαρακώματα το σύνθημα της επίθεσης εναντίον των Γερμανών. Οι στρατιώτες εφορμούν. Ανάμεσά τους ο Αλφά Ντιάγε και ο Μαντέμπα Ντιοπ, δυο Σενεγαλέζοι που μάχονται, μαζί με τόσους άλλους ομοεθνείς τους, για τα γαλλικά χρώματα. Λίγα μέτρα μετά την έξοδό τους από το χαράκωμα, ο Μαντέμπα πέφτει θανάσιμα πληγωμένος μπροστά στα μάτια του Αλφά, του παιδικού του φίλου που τον είχε πάνω κι από αδελφό.
Από δω και πέρα, η αφήγηση ακολουθεί τον Αλφά καθώς βυθίζεται στην τρέλα μετά τον θάνατο του φίλου του και αδελφού της καρδιάς του, για τον οποίο αισθάνεται υπεύθυνος. Η ενοχή και οι τύψεις τον στοιχειώνουν, μετατρέποντας αυτό τον εικοσάχρονο από ένα μικρό χωριό της Αφρικής, που βρέθηκε σ' αυτή την ουδέτερη ζώνη, σε μηχανή θανάτου: γίνεται το οπλισμένο χέρι του Θεού, το πρόσωπο της μοίρας για τους «εχθρούς με τα γαλάζια μάτια», και σπέρνει τον τρόμο ακόμα και στους δικούς του. Μοναχικός πολεμιστής, αγρίμι ανελέητο μέσα στο στόμα του τέρατος, μονολογεί για τις «δύο όψεις που έχουν τα πράγματα» και προβληματίζεται για τη σχετικότητα των αρχών και των αξιών. Ως έσχατη αντίσταση στο πρώτο μακελειό του 20ού αιώνα, επαναφέρει στη μνήμη του τη ζωή στην Αφρική, έναν κόσμο χαμένο πια, που ξαναζωντανεύει.
Μυθιστόρημα με αναπάντεχη για το θέμα του ποιητική γλώσσα, ακολουθεί τον ρυθμό της μητρικής γλώσσας του αφηγητή, με φράσεις που επαναλαμβάνονται στην αφήγηση σαν επωδός, δημιουργώντας μια ηχώ που συνδέει τον Αλφά Ντιάγε με την πατρίδα του. «Μουσικός των λέξεων», ο συγγραφέας δίνει φωνή σε όσους επέζησαν και είδαν «τα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της γης [...] τις ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι», αλλά δεν μίλησαν. Ήταν ο πόλεμος, ακραία συνθήκη που ανατρέπει όλους τους κανόνες και ξυπνά το θηρίο που βρίσκεται σε νάρκη μέσα στον καθένα μας.
155 ΣΕΛΙΔΕΣ.